ραγάνι

ραγάνι
το, Ν
σφοδρότατη καταιγίδα που συνοδεύεται από ισχυρούς ανέμους, αραγκάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ουραγκάν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”